Ένα ακαταλόγιστο blog του Πόντιου Sώκρατεs Sημαιοφορίδη! Χωρίς υπονοούμενα και κρυφά σατανιστικά πολιτικά μηνύματα. Ό,τι κινείται στο διαδίκτυο από έγκριτες ή λιγότερο έγκριτες ιστοσελίδες, σατιρίζεται από τον υποφαινόμενο χωρίς δόλο, φόβο και πάθος. Δεν έχει σκοπό να θίξει συνειδήσεις, ήθη, στήθη και άλλες αξίες σεξουαλικές ή μη. Και μην ξεχνάτε: Αφήστε τα λάικ και πιάστε τα γλωσσοφιλάικ!
ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
- Άλλα λέει η θεια μου άλλα ακούν τ΄ αυτιά μου
- Αν οι τότε τα έλεγαν σήμερα
- Αναδημοσιεύσεις από το διαδίκτυο
- Ανέκδοτα
- Απνευστί και... αυθορμήτως
- Αυτόγραφα & Φωτογραφίες καλλιτεχνών-Προγράμματα παραστάσεων
- Γλωσσικές ατασθαλίες
- Έντυπες δημοσιεύσεις (δεκαετίες 1980-1990)
- Ημερολογιακά αποφθέγματα
- Κάποτε ήμουν με μαλλί...
- Κινηματογραφικά και καλλιτεχνικά παρασκήνια
- Κινηματογραφικές & τηλεοπτικές ατάκες & σκηνές
- Λίγα λόγια στα... όρθια
- ΣΕΙΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ: Ο Δίδυμος Της Συμφοράς!
- Τα πρωτοσελίδωσαν
- Τάδε έφη
- Τηλεμάρκετινγκ
- Φωτογελοιογραφίες
- Φωτογραφικές βόλτες
- Χρονογραφήματα ευθυμογραφήματα γνώμες & απόψεις
- PLAYBOY-Ελληνική έκδοση
Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018
Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018
Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018
Εις Το Βουνό Ψηλά Εκεί! 1ο μέρος
ΕΙΣ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΨΗΛΑ ΕΚΕΙ!
1ο μέρος
Όταν είσαι στα είκοσι, το αίμα σου βράζει για διαφόρου είδους εξερευνήσεις ώστε να αποκτήσεις κι εσύ τις εμπειρίες που θα διηγείσαι στα παιδιά σου, όταν κάποτε κανείς.
Όταν εγώ κάποτε έφτασα στα τριάντα, το αίμα μου συνέχιζε να βράζει.
Φαίνεται θα είχα ξεχάσει το μάτι της κουζίνας ανοιχτό εδώ και μια δεκαετία και το ανακάλυψα πάνω σε ένα βουνό της Κύθνου. Όχι το μάτι της κουζίνας, αλλά το βρασμένο αίμα μου.
Εν έτη, λοιπόν 2000, στο γνωστό μιλένιουμ που μας είχαν πρήξει τα νεφρά τότε, λαμβάνω ένα προσκλητήριο γάμου. Παντρεύεται έγραφε η Πίτσα με τον Θανάση, του τάδε σογιού η μια, του δείνα σογιού ο άλλος, με κουμπάρα την Αφρούλα -αυτό το συγκράτησα- και ό,τι άλλα γλυκανάλατα γράφουν σε τέτοιου είδους προσκλητήρια.
Έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ που είχα γνωρίσει αυτήν την Πίτσα, γιατί τον Θανάση σίγουρα δεν το είχα γνωρίσει πουθενά ως τότε, αλλά ούτε και την κουμπάρα την Αφρούλα. Και ως εκ θαύματος χτυπάει το τηλέφωνο και ακούω τη φωνή της ξαδέρφης μου της Ελενίτσας να με ενημερώνει ότι η Πίτσα είναι η δεύτερη ξαδέρφη του νυν συζύγου της (είχε και πρώην σύζυγο η ξαδέρφη μου, άλλα ποιος τον θυμάται αυτόν τώρα πια).
-Και μένα τι με θέλει βρε Ελενίτσα στο γάμο της, ρωτάω όλο απορία την ξαδέρφη μου. Με έχει δει ποτέ της αυτή η Πίτσα;
-Φυσικά, Σωκράτη και σε έχει δει. Σε έχει δει στο δεύτερο γάμο μου…
-…Και θεώρησε ευγενικό ότι πρέπει να με βάλει στα έξοδα αυτής της ρημαδολίστας γάμου άλλα και του εν πλω ταξιδίου μέχρι την Κύθνο.
Ήθελε βλέπεις και παραδοσιακό γάμο η νυφίτσα…. Χμ, η νυφούλα ήθελα να πω!!!
Κλείνουμε εισιτήριο με το γνωστό πλοίο της γραμμής. Γνωστό, για τους Κυθναίους ήταν το πλοίο. Για μένα ήταν παντελώς άγνωστο. Έλα να πάμε στο νησί η μάνα σου εγώ κι εσύ, όπως και με όλο το σόι της νύφης και του γαμπρού που συναντήσαμε στο πλοίο που πήγαιναν κι αυτοί στο γάμο. Εγώ είχα πάρει και το δικό μου αυτοκίνητο για τις εκεί μετακινήσεις με την ξαδέρφη μου. Έτσι πίστευα, ότι θα είχαμε και χρόνο να κάνουμε και τις βόλτες μας στο νησί της Κύθνου.
-Α, να και οι θείες του γαμπρού, μου λέει κάποια στιγμή η Ελενίτσα.
-Κι εγώ τι φταίω; της απαντάω με διάχυτο το ενδιαφέρον για αυτή την άχρηστη πληροφορία της ξαδέρφης μου. Τελικά αποδείχτηκε όχι και τόσο άχρηστη πληροφορία, γιατί όταν το καράβι έπιασε όχι πάτο αλλά στο λιμάνι της Κύθνου και κατεβήκαμε όλοι από αυτό, όταν μετρηθήκαμε στην προβλήτα, ανακαλύψαμε ότι έλειπαν οι θείες του γαμπρού. Για κάποιο λόγο δεν κατέβηκαν μαζί μας και συνέχιζαν για την Σίφνο χωρίς να το ξέρουν. Ε, κάποιος άλλος γάμος θα γινόταν εκεί και δεν θα έβγαιναν χαμένες από τα κουφέτα που θα έτρωγαν.
Τις είδαμε στο κατάστρωμα του πλοίου όταν αυτό ήδη είχε αρχίσει να απομακρύνεται από το λιμάνι, να μας κουνάνε τα μαντήλια στα χέρια λες και έφευγαν για την Αυστραλία να βρουν γαμπρό.
Είχαμε φτάσει κατά τις έντεκα το πρωί στην Κύθνο της Παναγίας της Κανάλας και ο γάμος θα λάβαινε χώρα στις έξι το απόγευμα. Είχαμε μήνα Ιούνιο λίγο πριν τα γενέθλια μου. Επτά ολόκληρες ώρες να απολαύσουμε τις χάρες του νησιού πριν το βαρυσήμαντο γεγονός του γάμου. Και αφού αφήσαμε τα πράγματα στο ξενοδοχείο, αποφασίσαμε να πάμε για μπάνιο στην κοντινότερη παραλία.
Με το αμάξι μου εγώ, και άλλη μια παρέα με το δικό της αυτοκίνητο, ένα 4Χ4 όπως συνηθίζεται να λένε αυτού του είδους τα αυτοκίνητα με κίνηση και στους τέσσερις τροχούς. Αν και κατά την ταπεινή μου άποψη, 2Χ2 πρέπει να τα ονομάζουνε και όχι 4Χ4. Τέσσερις τροχούς έχουν, όχι δεκάξι. Αλλά δεν θα το λύσω τώρα αυτό το ζήτημα. Μπορεί να περιμένει άμα τη επιστροφή μου από το νησί.
Κάναμε το μπανάκι μας και όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε και να πάρουμε τα αυτοκίνητα μας, το αυτοκίνητο της άλλης παρέας είχε δική του προσωπικότητα και αποφάσισε να μείνει κι άλλο στην παραλία. Είχε κολλήσει βλέπεις στην άμμο και δεν ήθελε να ξεκολλήσει με τίποτα. Το πρόδωσε το 4Χ4. Άτιμη τεχνολογία.
Βλέποντας ότι περνάει η ώρα και εγώ δεν θα προλάβαινα να κάνω ούτε μια γύρα στο νησί για να το γνωρίσω και από την καλή και από την ανάποδη, και εφόσον δεν χρειάζονταν την βοήθειά μου εκεί, τους ανακοινώνω ότι θα πάρω το καπελάκι μου αλλά και το αμαξάκι μου και θα τραβήξω το διάβα μου για να γνωρίσω το νησί της Κύθνου.
Βάζω μπρος και ξεκινάω. Παίρνω τον πρώτο δρόμο που βλέπω και μόλις στρίβω, να και ένα αμάξι ξεσκέπαστο και στολισμένο με άνθη και κορδέλες που είχε σταματήσει στην άκρη γιατί είχε μείνει από βλάβη. Ε, τι να κάνω είπα να ρωτήσω κι εγώ από ευγένεια μήπως θέλουν κάποια βοήθεια.
Όχι ευχαριστούμε έχουμε καλέσει μάστορη από το συνεργείο, μου λένε ευγενέστατοι οι επιβάτες του που είχαν κατεβεί από το αυτοκίνητο και είχαν ανοίξει το καπό και το περιεργάζονταν σαν τον ασθενή στο κρεβάτι του νοσοκομείου που τον κοιτάνε δέκα γιατροί και ο καθένας τρίβει το σαγόνι του και μουρμουρίζει με τον στόμφο του ειδικού ‘’μμμμμμμ’’.
-Είστε για το γάμο της Πίτσας; τους ρωτάω.
-Ναι, και αυτό είναι το αμάξι που θα πάει τη νύφη στην εκκλησία αλλά έμεινε από δίσκο.
-Ποιο δίσκο; Του Γιάννη Πάριου;
Δεν είδα να ανταποκρίθηκαν στο… πετυχημένο μου αστείο, τους χαιρετώ ευγενικά και συνεχίζω το δρόμο μου, ανακεφαλαιώνοντας τα μέχρι στιγμής συμβάντα:
Χάσαμε τις θείες, κόλλησε το αμάξι στην άμμο και τέλος(;) έπαθε βλάβη το αμάξι της νύφης. Ωραία σκέφτομαι, τρίτωσε το κακό και δεν θα έχουμε άλλες εκπλήξεις. Ας συνεχίσω με την ησυχία μου τη βόλτα για άλλες πολιτείες και κυθνέικες μάλιστα.
Προς τα που να πάω; Που να πάω; Βλέπω πέρα μακριά ψηλά σε ένα βουνό, μερικούς μύλους ηλεκτρικής ενέργειας. Ε, να, εκεί θα πάω για να βλέπω και όλο το νησί πιάτο από κάτω μου. Φοβερή εμπειρία. Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω όπως γράφουν και στα παραμύθια, τελειώνει κάποια στιγμή και η άσφαλτος, αρχίζει ο χωματόδρομος και συνεχίζω εγώ. Στην αρχή διστακτικά έχοντας μπροστά μου μια άγνωστη διαδρομή, και μετά ξεθαρρεύοντας αφού έφυγε και ο τελευταίος δισταγμός που με περιτριγύριζε. Κάτι θα ήξερε κι αυτός ο δισταγμός που έφυγε νωρίς, αλλά δεν το ήξερα όμως, εγώ ακόμη.
Έχω μπει λοιπόν, σε ένα χωματόδρομο ανηφορικό όχι και τόσο φιλικό, με το ΝΙΣΣΑΝ ΑΛΜΕΡΑ το μπλε αμαξάκι μου και όλο και ανέβαινα αφήνοντας πίσω μου τον πολιτισμό του νησιού και βλέποντας τώρα πια γύρω μου μόνο χωράφια και θάλασσα.
Κανένα άλλο ίχνος ζωής, παρά μόνο τους μύλους που κινούσε ο αέρας των Κυκλάδων που όλο και μεγάλωναν σε όγκο όσο τους πλησίαζα.
Κι επειδή ο δρόμος δεν ήταν για αμάξια με μηχανή όπως νόμιζα, αλλά για άμαξα με άλογα, εγώ πήγαινα τόσο αργά, μα τόσο αργά που είδα ξάφνου από αριστερά μου να με προσπερνάει ένας νεαρός καβάλα πάνω σε ένα γαϊδούρι.
-Τι κανείς εδώ; με ρωτάει λίγο πριν περάσει μπροστά μου.
-Έχω έρθει από την Αθήνα για ένα γάμο που γίνεται στο νησί σας, του απαντάω, και σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα για να δω τις ομορφιές του.
-Μα καλά, κι εδώ βρήκες να έρθεις; Με ξαναρωτάει. Εδώ και τα γαϊδούρια ζορίζονται να τον διαβούν το δρόμο.
-Ναι, το κατάλαβα αυτό, του λέω δείχνοντας με το βλέμμα μου το ζωντανό. Κι εσύ που πας αδελφέ μου; Είπα να ρωτήσω κι εγώ κάτι τον νεαρό, μην με περάσει για αγενή και άξεστο εμένα τον Αθηναίο.
-Να μωρέ, πάω σα πέρα στα ζα να τα ταΐσω το σανό που είναι φορτωμένο το ζωντανό μου. Σε χαιρετώ, μου λέει, θα σε ξαναδώ στο γυρισμό.
-Μπα, δεν νομίζω ότι θα με προλάβεις, του λέω. Θα έχω φύγει πολύ πιο πριν, του απαντάω με τόση σιγουριά όπως θα έλεγα το όνομά μου, και τον χαιρετώ με περισσή εγκαρδιότητα.
Συνεχίζω τον ανήφορό μου, και όπως είναι λογικό όταν τελειώνει μια ανηφόρα, αρχίζει μια κατηφόρα. Είναι ο νόμος της ζωής αλλά και της εξερεύνησής μου, όπως έδειξαν τα μελλούμενα. Για το νόμο του Μέρφι, δεν είχα ακουστά ακόμα.
Μη μπορώντας να δω τι υπάρχει μετά την ανηφόρα, κατεβαίνω από το αμάξι να κοιτάξω με τα μάτια μου τι υπάρχει μετά. Προχωράω μέχρι εκεί που θα μου αποκαλυπτόταν η συνέχεια του μονοπατιού –γιατί μονοπάτι είχε γίνει πια ο δρόμος- και βλέπω ότι δεν είναι τίποτα ανησυχητικό και μπορώ να συνεχίσω άνετα με το αμάξι. Γυρνάω πίσω για να μπω στο αμάξι, και τι βλέπω; Το αμάξι μου να τσουλάει μόνο του προς τα πίσω.
Το πιστέψατε; Ελάτε, πλάκα κάνω. Αυτά μόνο στις ταινίες συμβαίνουν. Στο «Σωφεράκι» του Γιώργου Τζαβέλλα με το Μίμη Φωτόπουλο και τη Σμαρούλα Γιούλη, για παράδειγμα.
Μπαίνω λοιπόν, μέσα και συνεχίζω την πορεία μου κατεβαίνοντας την δική μου κατηφόρα.
Όλο και στένευε ο δρόμος που ίσα- ίσα χωρούσε το αυτοκίνητο πλέον. Δεξιά γκρεμός που κατέληγε στη θάλασσα, αριστερά άλλος γκρεμός που κατέληγε στην ξηρά. Γύρω γύρω δυο γκρεμοί και στη μέση εγώ. Πάλι καλά που δεν με έλεγαν και Μανώλη. Με είχαν αγκαλιάσει τόσο ασφυκτικά οι δυο γκρεμοί, που άρχισα να σκιάζομαι. Ε, ώρα μου ήταν να σκιαχτώ κι εγώ. Συνέχισα για λίγο ακόμη, αλλά ο δρόμος είχε αρχίσει να γίνεται τόσο στενός που θα έλεγες ότι οι δυο δεξιές ρόδες του αμαξιού κρέμονταν στο κενό. Καμία φορά εναλλάσσονταν και με τις αριστερές, δεν έχω παράπονο.
(Η συνέχεια και το τέλος του διηγήματος
την Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018)
Χρονολογία συγγραφής: 2012
Συγγραφή - κείμενα: Σωκράτης Σημαιοφορίδης
www.SokratesDrankThePontium.gr
"Ο Δίδυμος Της Συμφοράς!"
Διηγήματα αυτοβιογραφικά, πραγματικών γεγονότων, φανταστικών ερώτων
και αληθινής φαντασίας. Είναι ευνόητο ότι τα ονόματα των προσώπων
δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Λογικό!
Γιατί ΕΓΩ είμαι ο Δίδυμος, ΕΓΩ ο Σωκράτης, ΕΓΩ ο Πρωταγωνιστής,
ΕΓΩ ο Αναγνωρίσιμος, ΕΓΩ ο Νάρκισσος, ΕΓΩ ο Πόντιος,
ΕΓΩ ο Μετριόφρων, και ΕΓΩ ο Εγωιστής.
Όλα τα υπόλοιπα, όπως εγώ, γεγονότα, συνταγές μαγειρικής, ζώδια, δίδυμοι,
τρίδυμοι, ωροσκόποι, καιροσκόποι, μετεωρολόγοι, μετεωρολογικά φαινόμενα,
χρώματα ματιών, χρώματα μαλλιών, χρώματα κατά της σκουριάς,
χρώματα παλ και secam, ψηφιακοί δέκτες αλλά και ό,τι άλλο αναγράφεται
στις ιστορίες, ανταποκρίνονται πλήρως στην ωμή, σκληρή και ερεθιστική
πραγματικότητα της ζωής. Αφού τα έζησα, κάθισα και τα έγραψα!
Κουράγιο, φίλοι μου...
ΣΗΜ.: Τα διηγήματα είναι κατοχυρωμένα
σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία
για τα πνευματικά δικαιώματα.
1ο μέρος
Όταν είσαι στα είκοσι, το αίμα σου βράζει για διαφόρου είδους εξερευνήσεις ώστε να αποκτήσεις κι εσύ τις εμπειρίες που θα διηγείσαι στα παιδιά σου, όταν κάποτε κανείς.
Όταν εγώ κάποτε έφτασα στα τριάντα, το αίμα μου συνέχιζε να βράζει.
Φαίνεται θα είχα ξεχάσει το μάτι της κουζίνας ανοιχτό εδώ και μια δεκαετία και το ανακάλυψα πάνω σε ένα βουνό της Κύθνου. Όχι το μάτι της κουζίνας, αλλά το βρασμένο αίμα μου.
Εν έτη, λοιπόν 2000, στο γνωστό μιλένιουμ που μας είχαν πρήξει τα νεφρά τότε, λαμβάνω ένα προσκλητήριο γάμου. Παντρεύεται έγραφε η Πίτσα με τον Θανάση, του τάδε σογιού η μια, του δείνα σογιού ο άλλος, με κουμπάρα την Αφρούλα -αυτό το συγκράτησα- και ό,τι άλλα γλυκανάλατα γράφουν σε τέτοιου είδους προσκλητήρια.
Έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ που είχα γνωρίσει αυτήν την Πίτσα, γιατί τον Θανάση σίγουρα δεν το είχα γνωρίσει πουθενά ως τότε, αλλά ούτε και την κουμπάρα την Αφρούλα. Και ως εκ θαύματος χτυπάει το τηλέφωνο και ακούω τη φωνή της ξαδέρφης μου της Ελενίτσας να με ενημερώνει ότι η Πίτσα είναι η δεύτερη ξαδέρφη του νυν συζύγου της (είχε και πρώην σύζυγο η ξαδέρφη μου, άλλα ποιος τον θυμάται αυτόν τώρα πια).
-Και μένα τι με θέλει βρε Ελενίτσα στο γάμο της, ρωτάω όλο απορία την ξαδέρφη μου. Με έχει δει ποτέ της αυτή η Πίτσα;
-Φυσικά, Σωκράτη και σε έχει δει. Σε έχει δει στο δεύτερο γάμο μου…
-…Και θεώρησε ευγενικό ότι πρέπει να με βάλει στα έξοδα αυτής της ρημαδολίστας γάμου άλλα και του εν πλω ταξιδίου μέχρι την Κύθνο.
Ήθελε βλέπεις και παραδοσιακό γάμο η νυφίτσα…. Χμ, η νυφούλα ήθελα να πω!!!
Κλείνουμε εισιτήριο με το γνωστό πλοίο της γραμμής. Γνωστό, για τους Κυθναίους ήταν το πλοίο. Για μένα ήταν παντελώς άγνωστο. Έλα να πάμε στο νησί η μάνα σου εγώ κι εσύ, όπως και με όλο το σόι της νύφης και του γαμπρού που συναντήσαμε στο πλοίο που πήγαιναν κι αυτοί στο γάμο. Εγώ είχα πάρει και το δικό μου αυτοκίνητο για τις εκεί μετακινήσεις με την ξαδέρφη μου. Έτσι πίστευα, ότι θα είχαμε και χρόνο να κάνουμε και τις βόλτες μας στο νησί της Κύθνου.
-Α, να και οι θείες του γαμπρού, μου λέει κάποια στιγμή η Ελενίτσα.
-Κι εγώ τι φταίω; της απαντάω με διάχυτο το ενδιαφέρον για αυτή την άχρηστη πληροφορία της ξαδέρφης μου. Τελικά αποδείχτηκε όχι και τόσο άχρηστη πληροφορία, γιατί όταν το καράβι έπιασε όχι πάτο αλλά στο λιμάνι της Κύθνου και κατεβήκαμε όλοι από αυτό, όταν μετρηθήκαμε στην προβλήτα, ανακαλύψαμε ότι έλειπαν οι θείες του γαμπρού. Για κάποιο λόγο δεν κατέβηκαν μαζί μας και συνέχιζαν για την Σίφνο χωρίς να το ξέρουν. Ε, κάποιος άλλος γάμος θα γινόταν εκεί και δεν θα έβγαιναν χαμένες από τα κουφέτα που θα έτρωγαν.
Τις είδαμε στο κατάστρωμα του πλοίου όταν αυτό ήδη είχε αρχίσει να απομακρύνεται από το λιμάνι, να μας κουνάνε τα μαντήλια στα χέρια λες και έφευγαν για την Αυστραλία να βρουν γαμπρό.
Είχαμε φτάσει κατά τις έντεκα το πρωί στην Κύθνο της Παναγίας της Κανάλας και ο γάμος θα λάβαινε χώρα στις έξι το απόγευμα. Είχαμε μήνα Ιούνιο λίγο πριν τα γενέθλια μου. Επτά ολόκληρες ώρες να απολαύσουμε τις χάρες του νησιού πριν το βαρυσήμαντο γεγονός του γάμου. Και αφού αφήσαμε τα πράγματα στο ξενοδοχείο, αποφασίσαμε να πάμε για μπάνιο στην κοντινότερη παραλία.
Με το αμάξι μου εγώ, και άλλη μια παρέα με το δικό της αυτοκίνητο, ένα 4Χ4 όπως συνηθίζεται να λένε αυτού του είδους τα αυτοκίνητα με κίνηση και στους τέσσερις τροχούς. Αν και κατά την ταπεινή μου άποψη, 2Χ2 πρέπει να τα ονομάζουνε και όχι 4Χ4. Τέσσερις τροχούς έχουν, όχι δεκάξι. Αλλά δεν θα το λύσω τώρα αυτό το ζήτημα. Μπορεί να περιμένει άμα τη επιστροφή μου από το νησί.
Κάναμε το μπανάκι μας και όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε και να πάρουμε τα αυτοκίνητα μας, το αυτοκίνητο της άλλης παρέας είχε δική του προσωπικότητα και αποφάσισε να μείνει κι άλλο στην παραλία. Είχε κολλήσει βλέπεις στην άμμο και δεν ήθελε να ξεκολλήσει με τίποτα. Το πρόδωσε το 4Χ4. Άτιμη τεχνολογία.
Βλέποντας ότι περνάει η ώρα και εγώ δεν θα προλάβαινα να κάνω ούτε μια γύρα στο νησί για να το γνωρίσω και από την καλή και από την ανάποδη, και εφόσον δεν χρειάζονταν την βοήθειά μου εκεί, τους ανακοινώνω ότι θα πάρω το καπελάκι μου αλλά και το αμαξάκι μου και θα τραβήξω το διάβα μου για να γνωρίσω το νησί της Κύθνου.
Βάζω μπρος και ξεκινάω. Παίρνω τον πρώτο δρόμο που βλέπω και μόλις στρίβω, να και ένα αμάξι ξεσκέπαστο και στολισμένο με άνθη και κορδέλες που είχε σταματήσει στην άκρη γιατί είχε μείνει από βλάβη. Ε, τι να κάνω είπα να ρωτήσω κι εγώ από ευγένεια μήπως θέλουν κάποια βοήθεια.
Όχι ευχαριστούμε έχουμε καλέσει μάστορη από το συνεργείο, μου λένε ευγενέστατοι οι επιβάτες του που είχαν κατεβεί από το αυτοκίνητο και είχαν ανοίξει το καπό και το περιεργάζονταν σαν τον ασθενή στο κρεβάτι του νοσοκομείου που τον κοιτάνε δέκα γιατροί και ο καθένας τρίβει το σαγόνι του και μουρμουρίζει με τον στόμφο του ειδικού ‘’μμμμμμμ’’.
-Είστε για το γάμο της Πίτσας; τους ρωτάω.
-Ναι, και αυτό είναι το αμάξι που θα πάει τη νύφη στην εκκλησία αλλά έμεινε από δίσκο.
-Ποιο δίσκο; Του Γιάννη Πάριου;
Δεν είδα να ανταποκρίθηκαν στο… πετυχημένο μου αστείο, τους χαιρετώ ευγενικά και συνεχίζω το δρόμο μου, ανακεφαλαιώνοντας τα μέχρι στιγμής συμβάντα:
Χάσαμε τις θείες, κόλλησε το αμάξι στην άμμο και τέλος(;) έπαθε βλάβη το αμάξι της νύφης. Ωραία σκέφτομαι, τρίτωσε το κακό και δεν θα έχουμε άλλες εκπλήξεις. Ας συνεχίσω με την ησυχία μου τη βόλτα για άλλες πολιτείες και κυθνέικες μάλιστα.
Προς τα που να πάω; Που να πάω; Βλέπω πέρα μακριά ψηλά σε ένα βουνό, μερικούς μύλους ηλεκτρικής ενέργειας. Ε, να, εκεί θα πάω για να βλέπω και όλο το νησί πιάτο από κάτω μου. Φοβερή εμπειρία. Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω όπως γράφουν και στα παραμύθια, τελειώνει κάποια στιγμή και η άσφαλτος, αρχίζει ο χωματόδρομος και συνεχίζω εγώ. Στην αρχή διστακτικά έχοντας μπροστά μου μια άγνωστη διαδρομή, και μετά ξεθαρρεύοντας αφού έφυγε και ο τελευταίος δισταγμός που με περιτριγύριζε. Κάτι θα ήξερε κι αυτός ο δισταγμός που έφυγε νωρίς, αλλά δεν το ήξερα όμως, εγώ ακόμη.
Έχω μπει λοιπόν, σε ένα χωματόδρομο ανηφορικό όχι και τόσο φιλικό, με το ΝΙΣΣΑΝ ΑΛΜΕΡΑ το μπλε αμαξάκι μου και όλο και ανέβαινα αφήνοντας πίσω μου τον πολιτισμό του νησιού και βλέποντας τώρα πια γύρω μου μόνο χωράφια και θάλασσα.
Κανένα άλλο ίχνος ζωής, παρά μόνο τους μύλους που κινούσε ο αέρας των Κυκλάδων που όλο και μεγάλωναν σε όγκο όσο τους πλησίαζα.
Κι επειδή ο δρόμος δεν ήταν για αμάξια με μηχανή όπως νόμιζα, αλλά για άμαξα με άλογα, εγώ πήγαινα τόσο αργά, μα τόσο αργά που είδα ξάφνου από αριστερά μου να με προσπερνάει ένας νεαρός καβάλα πάνω σε ένα γαϊδούρι.
-Τι κανείς εδώ; με ρωτάει λίγο πριν περάσει μπροστά μου.
-Έχω έρθει από την Αθήνα για ένα γάμο που γίνεται στο νησί σας, του απαντάω, και σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα για να δω τις ομορφιές του.
-Μα καλά, κι εδώ βρήκες να έρθεις; Με ξαναρωτάει. Εδώ και τα γαϊδούρια ζορίζονται να τον διαβούν το δρόμο.
-Ναι, το κατάλαβα αυτό, του λέω δείχνοντας με το βλέμμα μου το ζωντανό. Κι εσύ που πας αδελφέ μου; Είπα να ρωτήσω κι εγώ κάτι τον νεαρό, μην με περάσει για αγενή και άξεστο εμένα τον Αθηναίο.
-Να μωρέ, πάω σα πέρα στα ζα να τα ταΐσω το σανό που είναι φορτωμένο το ζωντανό μου. Σε χαιρετώ, μου λέει, θα σε ξαναδώ στο γυρισμό.
-Μπα, δεν νομίζω ότι θα με προλάβεις, του λέω. Θα έχω φύγει πολύ πιο πριν, του απαντάω με τόση σιγουριά όπως θα έλεγα το όνομά μου, και τον χαιρετώ με περισσή εγκαρδιότητα.
Συνεχίζω τον ανήφορό μου, και όπως είναι λογικό όταν τελειώνει μια ανηφόρα, αρχίζει μια κατηφόρα. Είναι ο νόμος της ζωής αλλά και της εξερεύνησής μου, όπως έδειξαν τα μελλούμενα. Για το νόμο του Μέρφι, δεν είχα ακουστά ακόμα.
Μη μπορώντας να δω τι υπάρχει μετά την ανηφόρα, κατεβαίνω από το αμάξι να κοιτάξω με τα μάτια μου τι υπάρχει μετά. Προχωράω μέχρι εκεί που θα μου αποκαλυπτόταν η συνέχεια του μονοπατιού –γιατί μονοπάτι είχε γίνει πια ο δρόμος- και βλέπω ότι δεν είναι τίποτα ανησυχητικό και μπορώ να συνεχίσω άνετα με το αμάξι. Γυρνάω πίσω για να μπω στο αμάξι, και τι βλέπω; Το αμάξι μου να τσουλάει μόνο του προς τα πίσω.
Το πιστέψατε; Ελάτε, πλάκα κάνω. Αυτά μόνο στις ταινίες συμβαίνουν. Στο «Σωφεράκι» του Γιώργου Τζαβέλλα με το Μίμη Φωτόπουλο και τη Σμαρούλα Γιούλη, για παράδειγμα.
Μπαίνω λοιπόν, μέσα και συνεχίζω την πορεία μου κατεβαίνοντας την δική μου κατηφόρα.
Όλο και στένευε ο δρόμος που ίσα- ίσα χωρούσε το αυτοκίνητο πλέον. Δεξιά γκρεμός που κατέληγε στη θάλασσα, αριστερά άλλος γκρεμός που κατέληγε στην ξηρά. Γύρω γύρω δυο γκρεμοί και στη μέση εγώ. Πάλι καλά που δεν με έλεγαν και Μανώλη. Με είχαν αγκαλιάσει τόσο ασφυκτικά οι δυο γκρεμοί, που άρχισα να σκιάζομαι. Ε, ώρα μου ήταν να σκιαχτώ κι εγώ. Συνέχισα για λίγο ακόμη, αλλά ο δρόμος είχε αρχίσει να γίνεται τόσο στενός που θα έλεγες ότι οι δυο δεξιές ρόδες του αμαξιού κρέμονταν στο κενό. Καμία φορά εναλλάσσονταν και με τις αριστερές, δεν έχω παράπονο.
(Η συνέχεια και το τέλος του διηγήματος
την Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018)
Χρονολογία συγγραφής: 2012
Συγγραφή - κείμενα: Σωκράτης Σημαιοφορίδης
www.SokratesDrankThePontium.gr
"Ο Δίδυμος Της Συμφοράς!"
Διηγήματα αυτοβιογραφικά, πραγματικών γεγονότων, φανταστικών ερώτων
και αληθινής φαντασίας. Είναι ευνόητο ότι τα ονόματα των προσώπων
δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Λογικό!
Γιατί ΕΓΩ είμαι ο Δίδυμος, ΕΓΩ ο Σωκράτης, ΕΓΩ ο Πρωταγωνιστής,
ΕΓΩ ο Αναγνωρίσιμος, ΕΓΩ ο Νάρκισσος, ΕΓΩ ο Πόντιος,
ΕΓΩ ο Μετριόφρων, και ΕΓΩ ο Εγωιστής.
Όλα τα υπόλοιπα, όπως εγώ, γεγονότα, συνταγές μαγειρικής, ζώδια, δίδυμοι,
τρίδυμοι, ωροσκόποι, καιροσκόποι, μετεωρολόγοι, μετεωρολογικά φαινόμενα,
χρώματα ματιών, χρώματα μαλλιών, χρώματα κατά της σκουριάς,
χρώματα παλ και secam, ψηφιακοί δέκτες αλλά και ό,τι άλλο αναγράφεται
στις ιστορίες, ανταποκρίνονται πλήρως στην ωμή, σκληρή και ερεθιστική
πραγματικότητα της ζωής. Αφού τα έζησα, κάθισα και τα έγραψα!
Κουράγιο, φίλοι μου...
ΣΗΜ.: Τα διηγήματα είναι κατοχυρωμένα
σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία
για τα πνευματικά δικαιώματα.
Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018
Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018
Ποιους έπληξε η κρίση στην Ελλάδα;
«Οι εργαζόμενοι δέχθηκαν το μεγαλύτερο
πλήγμα από την κρίση στην Ελλάδα»
Λέμε ΟΧΙ στη διασπορά ψευδών ειδήσεων.
Λέμε ΟΧΙ στον κίτρινο τύπο.
Όλοι ξέρουμε ότι αυτοί που επλήγησαν
περισσότερο από την κρίση είναι
οι ιδιοκτήτες μεγαλοκαταστημάτων,
οι εφοπλιστές, οι βιομήχανοι
και ο Ριχάρδος ενεχυροδανειστήρια!
Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018
Black Friday σε sex shop!
Black Friday σε sex shop!
-Πού έχετε τους δονητές σε προσφορά;
-Στον τοίχο ακριβώς πίσω σας.
-Θέλω αυτόν τον κόκκινο, παρακαλώ.
-Δυστυχώς δεν πωλείται αυτός, κυρία μου.
Είναι ο πυροσβεστήρας!
-Πού έχετε τους δονητές σε προσφορά;
-Στον τοίχο ακριβώς πίσω σας.
-Θέλω αυτόν τον κόκκινο, παρακαλώ.
-Δυστυχώς δεν πωλείται αυτός, κυρία μου.
Είναι ο πυροσβεστήρας!
Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018
Ο Θανάσης και το τσουκάλι!
«Εισαγγελική παρέμβαση
για τη ρατσιστική επίθεση
κατά του Θανάση Αντετοκούνμπο»
Έχουν καταστρατηγήσει ήθη, αξίες, Σύνταγμα.
Οδήγησαν στην ανέχεια έναν ολόκληρο λαό.
Δεν ίδρωσε το αυτί κανενός εισαγγελέα.
Ευαισθητοποιήθηκαν, όμως,
για μια φράση σε έναν έγχρωμο
-προϊόν κατασκευασμένης δημοσιότητας-
από έναν παρουσιαστή
αμφιβόλου σοβαρότητας.
Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018
Κάτι Κινείται Στα Βαθειά!
ΚΑΤΙ ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΣΤΑ ΒΑΘΕΙΑ!
Όταν εργάζεσαι σε μια εταιρεία, εκτός από τις επαγγελματικές σου υποχρεώσεις προς αυτήν, ώστε να μην βρεθείς στο ταμείο ανεργίας χωρίς να το καταλάβεις, πρέπει να είσαι συνεπής και στις κοινωνικές σου υποχρεώσεις.
Και όταν οι συνάδελφοι συμπληρώνουν τον αριθμό των 300 του Λεωνίδα, τότε καταλαβαίνετε ότι θα τρέχετε από γάμο σε γάμο και από βαφτίσια σε βαφτίσια και τούμπαλιν.
Έτσι λοιπόν, σε ένα ακόμη σωτήριον έτος, το 2001 για την ακρίβεια, και το μήνα Σεπτέμβριο για ακόμη περισσότερη ακρίβεια στις πληροφορίες που σας δίνω απλόχερα, με είχε καλέσει η συνάδελφος η Ζωίτσα στο γάμο της στη Λάρισα. Λαρισινή η Ζωίτσα και ήθελε να τον κάνει τον γάμο της εκεί, παραδοσιακό, λέει.
Εκείνη την εποχή βλέπετε δεν είχαμε μπει ακόμη στην οικονομική κρίση του 2010, και μπορούσα να κάνω ταξίδι για τον γάμο της καλύτερης μου φίλης.
Αν παντρευόταν τώρα, άντε το πολύ πολύ μέσω Skype να της έλεγα τα συγχαρίκια.
Αλλά το πώς πέρασα σε αυτόν το γάμο είναι μια άλλη ιστορία, μιας επόμενης εξιστόρησης.
Εδώ έχει σημασία τι συνέβη στην επιστροφή μου από τον γάμο, την Κυριακή το πρωί όταν έκανα στάση στο λιμάνι του Βόλου.
Άφησα τον σκαραβαίο μου σε ένα σημείο με σκιά μακριά από τα αδιάκριτα μάτια της δημοτικής αστυνομίας, που πάντα εμφανίζεται εκεί που δεν την περιμένεις, και πήγα να περπατήσω στο λιμάνι για να θυμηθώ και τις μέρες εκείνες που έβγαινα με άδεια όταν έκανα τη θητεία μου.
Περπατώντας λοιπόν στο λιμάνι, μαζί και με άλλον κόσμο, επειδή είμαι και ρομαντικός τύπος, ήλιος, φεγγάρια, θάλασσες και τα ρέστα, κοίταζα κι εγώ τη θάλασσα πέρα προς τα βαθειά.
Μια κοιτούσα τη θάλασσα, μια τη στεριά, μια τη στεριά και μια τη θάλασσα.
Και στη τελευταία μου ματιά προς τη θάλασσα, βλέπω σε απόσταση περίπου εκατό μέτρων ίσως και παραπάνω, κάτι να κινείται. Ένα μαύρο, σαν αντικείμενο στην αρχή μου φάνηκε, αλλά όσο το παρατηρούσα συνειδητοποιούσα ότι δεν ήταν ακίνητο και ότι δεν ήταν το ελαφρύ κυματάκι που το κινούσε.
Δεν χρειάστηκε πολύ ακόμη ώστε να καταλάβω ότι ήταν κεφάλι αυτό που έβλεπα και προσπαθούσε να κινηθεί προς το λιμάνι. Εκεί που στεκόμουν. Άνθρωπος φαντάστηκα θα είναι και αμέσως, παίρνω τηλέφωνο την πυροσβεστική υπηρεσία να αναφέρω αυτό που έβλεπα.
‘’Ναι, το ξέρουμε κύριε’’ μου απαντάνε. ‘’ Μας έχουν ειδοποιήσει κι άλλοι. Έχουμε ήδη ενημερώσει να έρθει σωστικό συνεργείο’’.
Δεν είχα αφήσει τα μάτια μου από το κεφάλι στα βαθειά, που ολοένα και πλησίαζε με σταθερό ρυθμό προς το μέρος μου. Όσο πλησίαζε, παρατήρησα ότι δεν κουνούσε χέρια. Μόνο το κεφάλι ακόμη φαινόταν.
Εν τω μεταξύ, ο κόσμος εκεί που με είχε ακούσει να μιλώ στο τηλέφωνο και να δείχνω προς τα μέσα, μαζεύτηκε σε χρόνο μηδέν.
Τι είναι με ρωτούσαν;
- Ό,τι βλέπετε, βλέπω, απαντώ εγώ.
Όταν είχε φτάσει σε σημείο που με βοηθούσε η όραση μου, αλλά και ο ήλιος που δεν με τύφλωνε γιατί ήταν και προς εκείνο το σημείο, έρχεται δίπλα μου και στέκεται ένα τύπος κρατώντας ένα λουρί για σκυλιά στα χέρια του.
Ε, σκέφτομαι θα το έφερε για να βοηθήσουμε τον άνθρωπο που είναι στη θάλασσα να το τραβήξει μόλις έφτανε σε απόσταση που θα μπορούσαμε να τον φτάσουμε για να τον τραβήξουμε έξω.
Γυρνά λοιπόν προς το μέρος μου και μου λέει.
-Είναι ο σκύλος μου μέσα, και έρχομαι από την άλλη άκρη γιατί κάτι τον τρόμαξε και βούτηξε μέσα στη θάλασσα.
-Είναι πιτ-μπουλ και είναι εκπαιδευμένο, μου λέει ο ιδιοκτήτης του σκυλιού που ήταν κοντά στα τριάντα πέντε και με την αγωνία αποτυπωμένη όχι μόνο στο πρόσωπό του, αλλά ήταν εμφανής και στην τρεμάμενη φωνή του. Ακόμη και τα χέρια του έτρεμαν καθώς κρατούσε το λουρί του σκύλου του.
Το σκυλί όλο και πλησίαζε. Το σωστικό συνεργείο ακόμη βέβαια δεν είχε φανεί.
Ο Γιώργος λοιπόν, που δεν μου συστήθηκε στην ένταση εκείνης της ώρας, αλλά θα τον λέμε έτσι από δω και μετά, έβγαλε την μπλούζα του έτοιμος να βουτήξει μέσα.
Τραβώντας τον εγώ από το χέρι τον παροτρύνω να μην βουτήξει γιατί όπως δείχνουν τα περάματα ο σκύλος τα κατάφερνε ικανοποιητικά μέχρι στιγμής. Δεν φυσούσε σχεδόν καθόλου και αυτό βοηθούσε το σκυλί να πλησιάσει στο λιμάνι.
Δεν θα μπορέσεις, του λέω, να τον φέρεις έτσι. Μέχρι να φτάσεις εκεί θα έχεις κουραστεί και δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα η προσπάθεια σου, του λέω.
Χωρίς να ξέρω κι εγώ αν του έλεγα το σωστό, τον ρωτώ αν γνωρίζει πως να σώζει σκυλί από τη θάλασσα. Με κοιτάξει απορώντας για την ερώτηση μου, και μου απαντάει πως δεν ξέρει κάτι συγκεκριμένο.
-Ας δούμε τότε, του λέω, πως θα τα πάει και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε. Συμφώνησε, χωρίς να ήταν και ολότελα σίγουρος.
Όση ώρα κοιτούσαμε το σκυλί να πλησιάζει, εγώ ήδη έκανα σχέδιο ποιοι θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν. Είχα καταλήξει σε δυο τρεις που στέκονταν κοντά μας και πίστευα ότι θα ήταν σε θέση ανταποκριθούν στο κάλεσμά μας για βοήθεια, σε περίπτωση που δεν θα είχαν φτάσει ακόμη οι διασώστες που είχα καλέσει.
Οι στιγμές περνούσαν τόσο αργά που νόμιζες ότι παρακολουθούσες αγώνα στίβου σε αργή κίνηση, για να εντοπίσεις ποιος έκοψε το νήμα πρώτος την κρίσιμη στιγμή του τερματισμού.
Και φτάνει λοιπόν, το σκυλί σε απόσταση τόση, ώστε να ξεκινήσουμε να εφαρμόζουμε αυτό που σιωπηλά είχαμε συμφωνήσει εγώ κι ο Γιώργος. Είχαμε επικοινωνήσει σαν να είμαστε φίλοι από καιρό.
Ξαπλώνει λοιπόν, μπρούμυτα στην άκρη της προκυμαίας πετώντας το λουρί προς τη θάλασσα με σκοπό να το δαγκώσει ο σκύλος του. Είχε δέσει στο μεταξύ στην άκρη του λουριού και ένα μεγαλύτερο κομμάτι χοντρό σκοινί περίπου δυο μέτρων.
Για να μην πέσει στη θάλασσα ο Γιώργος τη στιγμή που πιθανό να τον τραβούσε ο σκύλος προς τα μέσα με το βάρος του, τον κρατούσα εγώ από τη ζώνη του παντελονιού του με το ένα μου χέρι και με το άλλο χέρι κρατούσα έναν από εκείνους που πίστευα ότι θα μπορούσε να μας βοηθήσει και είχε έρθει δίπλα μας μετά από νεύμα δικό μου. Και όντως η βοήθειά του ήταν σημαντικότατη εκείνη την ώρα.
Και έρχεται η στιγμή που ο σκύλος του Γιώργου φτάνει κοντά στο σκοινί με το λουρί, το οποίο και δαγκώνει αμέσως και αρχίζει ο Γιώργος να τον βοηθάει να βγει τραβώντας τον σιγά σιγά προς τα έξω. Δύσκολη προσπάθεια που μπορούσα εύκολα να καταλάβω από την δύναμη που είχα βάλει για να τον κρατώ εγώ.
Έβλεπες τον φόβο του σκυλιού στα μάτια του. Εγώ δεν είχα ξαναδεί φοβισμένο σκυλί και είχα σαστίσει. Ήταν ένας συνδυασμός στα μάτια του σκύλου από φόβο, αγωνία και ευγνωμοσύνη μαζί.
Τώρα πια ο σκύλος έχει φτάσει στην άκρη της τσιμεντένιας προκυμαίας. Ακούγαμε τη βαρειά ανάσα και το λαχάνιασμα του σκύλου εντονότατα.
Όταν ο σκύλος έφτασε σε ασφαλή απόσταση από τον Γιώργο για να τον φτάνει κιόλας, εκείνος απλώνει το χέρι του και πιάνει το περιλαίμιο του σκύλου ώστε να τον τραβήξει από εκεί. Το σκυλί είναι ακόμη μέσα στη θάλασσα. Καθώς τον τραβάει από το περιλαίμιο να τον ανεβάσει… γλιστράει το περιλαίμιο και βγαίνει από το λαιμό του σκυλιού μαζί με ένα ελαφρύ κλάμα, επειδή ίσως κάπως θα τον πόνεσε τη στιγμή που έβγαινε βίαια από το λαιμό του έτσι βρεγμένο που ήταν. Το σκυλί, παραμένει στη θάλασσα.
Μην είχαμε άλλη πλέον επιλογή, επειδή ήταν και μεγαλόσωμο το σκυλί, προτείνω στο Γιώργο να κρεμάσει το σώμα του μέχρι τη μέση κάθετα στην προκυμαία και εγώ να τον κρατώ από τα πόδια του. Και ο τρίτος της παρέας να με κρατούσε από τη μέση.
Βάζοντας και οι τρεις μας όση δύναμη μπορούσαμε, γιατί άλλο περιθώριο αποτυχίας για να τραβήξουμε το σκύλο έξω δεν είχαμε, πιάνει ο Γιώργος με τα δυο του χέρια το σκυλί κάτω από τα μπροστινά του πόδια, και προσπαθεί να τον τραβήξει έξω από τη θάλασσα, ενώ εγώ έσερνα ταυτόχρονα τον Γιώργο προς το μέρος μου. Τόσο δύσκολο, που δεν μπορείτε να το φανταστείτε. Το σώμα του Γιώργου είχε τεντώσει τόσο πολύ που νόμιζες ότι θα κοβόταν στα δυο.
Λίγο λίγο τραβούσα το Γιώργο προς τη μεριά μου. Εκατοστό εκατοστό τον έφερνα προς το μέρος μου. Χιλιόμετρα μου φάνηκαν αυτά τα εκατοστά, αιώνες αυτές οι στιγμές, που στην πραγματικότητα είχαν κρατήσει λίγα λεπτά.
Λίγο λίγο… λίγο λίγο… κι άλλο λίγο…. Και τελικά τα καταφέραμε. Τραβήξαμε το σκύλο έξω και πάτησε τα πόδια του στο έδαφος.
Να τον βλέπατε πώς έτρεμε ολόκληρο το μεγαλόσωμο πιτ μπουλ. Ο Γιώργος μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα. Δηλαδή τα έβαλε τα κλάματα. Εδώ βούρκωσα κι εγώ που καυχιέμαι ότι δεν κλαίω κι εύκολα και δεν ήταν και δικός μου ο σκύλος στο κάτω κάτω.
Τον αγκάλιασε τόσο σφιχτά και δυνατά τον σκύλο του, που νόμιζα θα τον έπνιγε. Ο δε σκύλος τον φιλούσε, τον έγλυφε δηλαδή στο πρόσωπο συνέχεια με ένα ελαφρύ λυγμό θα μπορούσα να πω.
Κάποιος από τον κόσμο που παρακολουθούσε είχε φέρει στο μεταξύ μια πετσέτα θαλάσσης την οποία και παίρνει ο Γιώργος για να σκουπίσει τον σκύλο του, ο οποίος ακόμη έτρεμε, φυσικά.
Αφού μας ευχαρίστησε, παίρνει το σκύλο του αγκαλιά και τον πηγαίνει στο αυτοκίνητο του μέσα.
Μπαίνει στη θέση του οδηγού ο Γιώργος, βάζει μπροστά, ξεκινάει και σιγά σιγά άρχισε να απομακρύνεται.
Όταν πλέον χάθηκε από το οπτικό μας πεδίο, βλέπω στην ίδια κατεύθυνση αλλά με αντίθετη φορά να έρχεται το αυτοκίνητο με τους διασώστες προς το μέρος μας.
Δεν τους χρειαστήκαμε, όμως. Τα καταφέραμε μια χαρά και μόνοι μας.
Χρονολογία συγγραφής: 2012
Συγγραφή - κείμενα: Σωκράτης Σημαιοφορίδηςwww.SokratesDrankThePontium.gr
"Ο Δίδυμος Της Συμφοράς!"
Διηγήματα αυτοβιογραφικά, πραγματικών γεγονότων, φανταστικών ερώτων
και αληθινής φαντασίας. Είναι ευνόητο ότι τα ονόματα των προσώπων
δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Λογικό!
Γιατί ΕΓΩ είμαι ο Δίδυμος, ΕΓΩ ο Σωκράτης, ΕΓΩ ο Πρωταγωνιστής,
ΕΓΩ ο Αναγνωρίσιμος, ΕΓΩ ο Νάρκισσος, ΕΓΩ ο Πόντιος,
ΕΓΩ ο Μετριόφρων, και ΕΓΩ ο Εγωιστής.
Όλα τα υπόλοιπα, όπως εγώ, γεγονότα, συνταγές μαγειρικής, ζώδια, δίδυμοι,
τρίδυμοι, ωροσκόποι, καιροσκόποι, μετεωρολόγοι, μετεωρολογικά φαινόμενα,
χρώματα ματιών, χρώματα μαλλιών, χρώματα κατά της σκουριάς,
χρώματα παλ και secam, ψηφιακοί δέκτες αλλά και ό,τι άλλο αναγράφεται
στις ιστορίες, ανταποκρίνονται πλήρως στην ωμή, σκληρή και ερεθιστική
πραγματικότητα της ζωής. Αφού τα έζησα, κάθισα και τα έγραψα!
Κουράγιο, φίλοι μου...
ΣΗΜ.: Τα διηγήματα είναι κατοχυρωμένα
σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία
για τα πνευματικά δικαιώματα.
Και όταν οι συνάδελφοι συμπληρώνουν τον αριθμό των 300 του Λεωνίδα, τότε καταλαβαίνετε ότι θα τρέχετε από γάμο σε γάμο και από βαφτίσια σε βαφτίσια και τούμπαλιν.
Έτσι λοιπόν, σε ένα ακόμη σωτήριον έτος, το 2001 για την ακρίβεια, και το μήνα Σεπτέμβριο για ακόμη περισσότερη ακρίβεια στις πληροφορίες που σας δίνω απλόχερα, με είχε καλέσει η συνάδελφος η Ζωίτσα στο γάμο της στη Λάρισα. Λαρισινή η Ζωίτσα και ήθελε να τον κάνει τον γάμο της εκεί, παραδοσιακό, λέει.
Εκείνη την εποχή βλέπετε δεν είχαμε μπει ακόμη στην οικονομική κρίση του 2010, και μπορούσα να κάνω ταξίδι για τον γάμο της καλύτερης μου φίλης.
Αν παντρευόταν τώρα, άντε το πολύ πολύ μέσω Skype να της έλεγα τα συγχαρίκια.
Αλλά το πώς πέρασα σε αυτόν το γάμο είναι μια άλλη ιστορία, μιας επόμενης εξιστόρησης.
Εδώ έχει σημασία τι συνέβη στην επιστροφή μου από τον γάμο, την Κυριακή το πρωί όταν έκανα στάση στο λιμάνι του Βόλου.
Άφησα τον σκαραβαίο μου σε ένα σημείο με σκιά μακριά από τα αδιάκριτα μάτια της δημοτικής αστυνομίας, που πάντα εμφανίζεται εκεί που δεν την περιμένεις, και πήγα να περπατήσω στο λιμάνι για να θυμηθώ και τις μέρες εκείνες που έβγαινα με άδεια όταν έκανα τη θητεία μου.
Περπατώντας λοιπόν στο λιμάνι, μαζί και με άλλον κόσμο, επειδή είμαι και ρομαντικός τύπος, ήλιος, φεγγάρια, θάλασσες και τα ρέστα, κοίταζα κι εγώ τη θάλασσα πέρα προς τα βαθειά.
Μια κοιτούσα τη θάλασσα, μια τη στεριά, μια τη στεριά και μια τη θάλασσα.
Και στη τελευταία μου ματιά προς τη θάλασσα, βλέπω σε απόσταση περίπου εκατό μέτρων ίσως και παραπάνω, κάτι να κινείται. Ένα μαύρο, σαν αντικείμενο στην αρχή μου φάνηκε, αλλά όσο το παρατηρούσα συνειδητοποιούσα ότι δεν ήταν ακίνητο και ότι δεν ήταν το ελαφρύ κυματάκι που το κινούσε.
Δεν χρειάστηκε πολύ ακόμη ώστε να καταλάβω ότι ήταν κεφάλι αυτό που έβλεπα και προσπαθούσε να κινηθεί προς το λιμάνι. Εκεί που στεκόμουν. Άνθρωπος φαντάστηκα θα είναι και αμέσως, παίρνω τηλέφωνο την πυροσβεστική υπηρεσία να αναφέρω αυτό που έβλεπα.
‘’Ναι, το ξέρουμε κύριε’’ μου απαντάνε. ‘’ Μας έχουν ειδοποιήσει κι άλλοι. Έχουμε ήδη ενημερώσει να έρθει σωστικό συνεργείο’’.
Δεν είχα αφήσει τα μάτια μου από το κεφάλι στα βαθειά, που ολοένα και πλησίαζε με σταθερό ρυθμό προς το μέρος μου. Όσο πλησίαζε, παρατήρησα ότι δεν κουνούσε χέρια. Μόνο το κεφάλι ακόμη φαινόταν.
Εν τω μεταξύ, ο κόσμος εκεί που με είχε ακούσει να μιλώ στο τηλέφωνο και να δείχνω προς τα μέσα, μαζεύτηκε σε χρόνο μηδέν.
Τι είναι με ρωτούσαν;
- Ό,τι βλέπετε, βλέπω, απαντώ εγώ.
Όταν είχε φτάσει σε σημείο που με βοηθούσε η όραση μου, αλλά και ο ήλιος που δεν με τύφλωνε γιατί ήταν και προς εκείνο το σημείο, έρχεται δίπλα μου και στέκεται ένα τύπος κρατώντας ένα λουρί για σκυλιά στα χέρια του.
Ε, σκέφτομαι θα το έφερε για να βοηθήσουμε τον άνθρωπο που είναι στη θάλασσα να το τραβήξει μόλις έφτανε σε απόσταση που θα μπορούσαμε να τον φτάσουμε για να τον τραβήξουμε έξω.
Γυρνά λοιπόν προς το μέρος μου και μου λέει.
-Είναι ο σκύλος μου μέσα, και έρχομαι από την άλλη άκρη γιατί κάτι τον τρόμαξε και βούτηξε μέσα στη θάλασσα.
-Είναι πιτ-μπουλ και είναι εκπαιδευμένο, μου λέει ο ιδιοκτήτης του σκυλιού που ήταν κοντά στα τριάντα πέντε και με την αγωνία αποτυπωμένη όχι μόνο στο πρόσωπό του, αλλά ήταν εμφανής και στην τρεμάμενη φωνή του. Ακόμη και τα χέρια του έτρεμαν καθώς κρατούσε το λουρί του σκύλου του.
Το σκυλί όλο και πλησίαζε. Το σωστικό συνεργείο ακόμη βέβαια δεν είχε φανεί.
Ο Γιώργος λοιπόν, που δεν μου συστήθηκε στην ένταση εκείνης της ώρας, αλλά θα τον λέμε έτσι από δω και μετά, έβγαλε την μπλούζα του έτοιμος να βουτήξει μέσα.
Τραβώντας τον εγώ από το χέρι τον παροτρύνω να μην βουτήξει γιατί όπως δείχνουν τα περάματα ο σκύλος τα κατάφερνε ικανοποιητικά μέχρι στιγμής. Δεν φυσούσε σχεδόν καθόλου και αυτό βοηθούσε το σκυλί να πλησιάσει στο λιμάνι.
Δεν θα μπορέσεις, του λέω, να τον φέρεις έτσι. Μέχρι να φτάσεις εκεί θα έχεις κουραστεί και δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα η προσπάθεια σου, του λέω.
Χωρίς να ξέρω κι εγώ αν του έλεγα το σωστό, τον ρωτώ αν γνωρίζει πως να σώζει σκυλί από τη θάλασσα. Με κοιτάξει απορώντας για την ερώτηση μου, και μου απαντάει πως δεν ξέρει κάτι συγκεκριμένο.
-Ας δούμε τότε, του λέω, πως θα τα πάει και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε. Συμφώνησε, χωρίς να ήταν και ολότελα σίγουρος.
Όση ώρα κοιτούσαμε το σκυλί να πλησιάζει, εγώ ήδη έκανα σχέδιο ποιοι θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν. Είχα καταλήξει σε δυο τρεις που στέκονταν κοντά μας και πίστευα ότι θα ήταν σε θέση ανταποκριθούν στο κάλεσμά μας για βοήθεια, σε περίπτωση που δεν θα είχαν φτάσει ακόμη οι διασώστες που είχα καλέσει.
Οι στιγμές περνούσαν τόσο αργά που νόμιζες ότι παρακολουθούσες αγώνα στίβου σε αργή κίνηση, για να εντοπίσεις ποιος έκοψε το νήμα πρώτος την κρίσιμη στιγμή του τερματισμού.
Και φτάνει λοιπόν, το σκυλί σε απόσταση τόση, ώστε να ξεκινήσουμε να εφαρμόζουμε αυτό που σιωπηλά είχαμε συμφωνήσει εγώ κι ο Γιώργος. Είχαμε επικοινωνήσει σαν να είμαστε φίλοι από καιρό.
Ξαπλώνει λοιπόν, μπρούμυτα στην άκρη της προκυμαίας πετώντας το λουρί προς τη θάλασσα με σκοπό να το δαγκώσει ο σκύλος του. Είχε δέσει στο μεταξύ στην άκρη του λουριού και ένα μεγαλύτερο κομμάτι χοντρό σκοινί περίπου δυο μέτρων.
Για να μην πέσει στη θάλασσα ο Γιώργος τη στιγμή που πιθανό να τον τραβούσε ο σκύλος προς τα μέσα με το βάρος του, τον κρατούσα εγώ από τη ζώνη του παντελονιού του με το ένα μου χέρι και με το άλλο χέρι κρατούσα έναν από εκείνους που πίστευα ότι θα μπορούσε να μας βοηθήσει και είχε έρθει δίπλα μας μετά από νεύμα δικό μου. Και όντως η βοήθειά του ήταν σημαντικότατη εκείνη την ώρα.
Και έρχεται η στιγμή που ο σκύλος του Γιώργου φτάνει κοντά στο σκοινί με το λουρί, το οποίο και δαγκώνει αμέσως και αρχίζει ο Γιώργος να τον βοηθάει να βγει τραβώντας τον σιγά σιγά προς τα έξω. Δύσκολη προσπάθεια που μπορούσα εύκολα να καταλάβω από την δύναμη που είχα βάλει για να τον κρατώ εγώ.
Έβλεπες τον φόβο του σκυλιού στα μάτια του. Εγώ δεν είχα ξαναδεί φοβισμένο σκυλί και είχα σαστίσει. Ήταν ένας συνδυασμός στα μάτια του σκύλου από φόβο, αγωνία και ευγνωμοσύνη μαζί.
Τώρα πια ο σκύλος έχει φτάσει στην άκρη της τσιμεντένιας προκυμαίας. Ακούγαμε τη βαρειά ανάσα και το λαχάνιασμα του σκύλου εντονότατα.
Όταν ο σκύλος έφτασε σε ασφαλή απόσταση από τον Γιώργο για να τον φτάνει κιόλας, εκείνος απλώνει το χέρι του και πιάνει το περιλαίμιο του σκύλου ώστε να τον τραβήξει από εκεί. Το σκυλί είναι ακόμη μέσα στη θάλασσα. Καθώς τον τραβάει από το περιλαίμιο να τον ανεβάσει… γλιστράει το περιλαίμιο και βγαίνει από το λαιμό του σκυλιού μαζί με ένα ελαφρύ κλάμα, επειδή ίσως κάπως θα τον πόνεσε τη στιγμή που έβγαινε βίαια από το λαιμό του έτσι βρεγμένο που ήταν. Το σκυλί, παραμένει στη θάλασσα.
Μην είχαμε άλλη πλέον επιλογή, επειδή ήταν και μεγαλόσωμο το σκυλί, προτείνω στο Γιώργο να κρεμάσει το σώμα του μέχρι τη μέση κάθετα στην προκυμαία και εγώ να τον κρατώ από τα πόδια του. Και ο τρίτος της παρέας να με κρατούσε από τη μέση.
Βάζοντας και οι τρεις μας όση δύναμη μπορούσαμε, γιατί άλλο περιθώριο αποτυχίας για να τραβήξουμε το σκύλο έξω δεν είχαμε, πιάνει ο Γιώργος με τα δυο του χέρια το σκυλί κάτω από τα μπροστινά του πόδια, και προσπαθεί να τον τραβήξει έξω από τη θάλασσα, ενώ εγώ έσερνα ταυτόχρονα τον Γιώργο προς το μέρος μου. Τόσο δύσκολο, που δεν μπορείτε να το φανταστείτε. Το σώμα του Γιώργου είχε τεντώσει τόσο πολύ που νόμιζες ότι θα κοβόταν στα δυο.
Λίγο λίγο τραβούσα το Γιώργο προς τη μεριά μου. Εκατοστό εκατοστό τον έφερνα προς το μέρος μου. Χιλιόμετρα μου φάνηκαν αυτά τα εκατοστά, αιώνες αυτές οι στιγμές, που στην πραγματικότητα είχαν κρατήσει λίγα λεπτά.
Λίγο λίγο… λίγο λίγο… κι άλλο λίγο…. Και τελικά τα καταφέραμε. Τραβήξαμε το σκύλο έξω και πάτησε τα πόδια του στο έδαφος.
Να τον βλέπατε πώς έτρεμε ολόκληρο το μεγαλόσωμο πιτ μπουλ. Ο Γιώργος μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα. Δηλαδή τα έβαλε τα κλάματα. Εδώ βούρκωσα κι εγώ που καυχιέμαι ότι δεν κλαίω κι εύκολα και δεν ήταν και δικός μου ο σκύλος στο κάτω κάτω.
Τον αγκάλιασε τόσο σφιχτά και δυνατά τον σκύλο του, που νόμιζα θα τον έπνιγε. Ο δε σκύλος τον φιλούσε, τον έγλυφε δηλαδή στο πρόσωπο συνέχεια με ένα ελαφρύ λυγμό θα μπορούσα να πω.
Κάποιος από τον κόσμο που παρακολουθούσε είχε φέρει στο μεταξύ μια πετσέτα θαλάσσης την οποία και παίρνει ο Γιώργος για να σκουπίσει τον σκύλο του, ο οποίος ακόμη έτρεμε, φυσικά.
Αφού μας ευχαρίστησε, παίρνει το σκύλο του αγκαλιά και τον πηγαίνει στο αυτοκίνητο του μέσα.
Μπαίνει στη θέση του οδηγού ο Γιώργος, βάζει μπροστά, ξεκινάει και σιγά σιγά άρχισε να απομακρύνεται.
Όταν πλέον χάθηκε από το οπτικό μας πεδίο, βλέπω στην ίδια κατεύθυνση αλλά με αντίθετη φορά να έρχεται το αυτοκίνητο με τους διασώστες προς το μέρος μας.
Δεν τους χρειαστήκαμε, όμως. Τα καταφέραμε μια χαρά και μόνοι μας.
Χρονολογία συγγραφής: 2012
Συγγραφή - κείμενα: Σωκράτης Σημαιοφορίδηςwww.SokratesDrankThePontium.gr
"Ο Δίδυμος Της Συμφοράς!"
Διηγήματα αυτοβιογραφικά, πραγματικών γεγονότων, φανταστικών ερώτων
και αληθινής φαντασίας. Είναι ευνόητο ότι τα ονόματα των προσώπων
δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Λογικό!
Γιατί ΕΓΩ είμαι ο Δίδυμος, ΕΓΩ ο Σωκράτης, ΕΓΩ ο Πρωταγωνιστής,
ΕΓΩ ο Αναγνωρίσιμος, ΕΓΩ ο Νάρκισσος, ΕΓΩ ο Πόντιος,
ΕΓΩ ο Μετριόφρων, και ΕΓΩ ο Εγωιστής.
Όλα τα υπόλοιπα, όπως εγώ, γεγονότα, συνταγές μαγειρικής, ζώδια, δίδυμοι,
τρίδυμοι, ωροσκόποι, καιροσκόποι, μετεωρολόγοι, μετεωρολογικά φαινόμενα,
χρώματα ματιών, χρώματα μαλλιών, χρώματα κατά της σκουριάς,
χρώματα παλ και secam, ψηφιακοί δέκτες αλλά και ό,τι άλλο αναγράφεται
στις ιστορίες, ανταποκρίνονται πλήρως στην ωμή, σκληρή και ερεθιστική
πραγματικότητα της ζωής. Αφού τα έζησα, κάθισα και τα έγραψα!
Κουράγιο, φίλοι μου...
ΣΗΜ.: Τα διηγήματα είναι κατοχυρωμένα
σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία
για τα πνευματικά δικαιώματα.
Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018
Ο Superman και οι Ιάπωνες!
Ο Superman και οι Ιάπωνες!
Γυρνάει ο ήρωας μας 7:00 το πρωί σπίτι του περπατώντας στα νύχια και προσπαθώντας να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο, αλλά τελικά βρίσκει τη σύζυγό του να τον περιμένει πίσω από την πόρτα.
-Που ήσουνα Superman; Εφτά η ώρα το πρωί πήγε!
-Μα αγάπη μου δεν σου είχα πει ότι είχαμε συνέδριο με εκείνους τους πολύ σημαντικούς πελάτες από την Ιαπωνία;
-Καλά ρε Superman, μέχρι ποια ώρα είχατε συνέδριο;
8:00; 9:00; Είναι εφτά η ώρα το πρωί!
-Ε, κουκλίτσα μου δεν θα πηγαίναμε τους πελάτες κάπου για ένα ποτό να συζητήσουμε τους όρους της συμφωνίας καλύτερα;
-Εντάξει Superman, τους πήγατε για ποτό μέχρι τις 10:00, άντε 10:30. Μετά πού ήσουνα; Είναι 7:00 η ώρα το πρωί, ρε γαμώτο!
-Ρε αγαπούλα μου , για να γιορτάσουμε την συμφωνία μας πήγαμε σε μια ταβέρνα να φάμε.
-Και μέχρι πότε Superman ήσασταν στην ταβέρνα;
12:00; 1:00; Έχει πάει 7:00 το πρωί πια!!
-Μα είσαι σοβαρή; Ήρθανε οι άνθρωποι τόσο δρόμο από την
Ιαπωνία και δεv θα τους πηγαίναμε στα μπουζούκια να γλεντήσουν;
-Άντε ότι κάτσατε στα μπουζούκια μέχρι τις 3:00, άντε 4:00. Μέχρι τώρα πού ήσουν ρε Σούπερμαν;
-Ε ύστερα από τόσα ξίδια, καρδούλα μου, πήγαμε να φάμε ένα πατσά να στρώσει το στομαχάκι μας.
-Έστω ότι τρώγατε πατσά μέχρι τις 5:00-5:30 Superman μου, αλλά έχει πάει 7:00 το πρωί πλέον.
-Μα, ύστερα ,φως μου, πήγαμε για κουλούρι στην Ομόνοια και με την κίνηση μέχρι να φτάσω εδώ πήγε 7:00.
Αλλά γιατί αγαπουλινάκι μου, με λες συνέχεια Superman;
-Γιατί μόνο ο Superman και εσύ φοράτε το σώβρακο έξω από το παντελόνι, ρε κακομοίρη. Κατάλαβες, τώρα;
Γυρνάει ο ήρωας μας 7:00 το πρωί σπίτι του περπατώντας στα νύχια και προσπαθώντας να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο, αλλά τελικά βρίσκει τη σύζυγό του να τον περιμένει πίσω από την πόρτα.
-Που ήσουνα Superman; Εφτά η ώρα το πρωί πήγε!
-Μα αγάπη μου δεν σου είχα πει ότι είχαμε συνέδριο με εκείνους τους πολύ σημαντικούς πελάτες από την Ιαπωνία;
-Καλά ρε Superman, μέχρι ποια ώρα είχατε συνέδριο;
8:00; 9:00; Είναι εφτά η ώρα το πρωί!
-Ε, κουκλίτσα μου δεν θα πηγαίναμε τους πελάτες κάπου για ένα ποτό να συζητήσουμε τους όρους της συμφωνίας καλύτερα;
-Εντάξει Superman, τους πήγατε για ποτό μέχρι τις 10:00, άντε 10:30. Μετά πού ήσουνα; Είναι 7:00 η ώρα το πρωί, ρε γαμώτο!
-Ρε αγαπούλα μου , για να γιορτάσουμε την συμφωνία μας πήγαμε σε μια ταβέρνα να φάμε.
-Και μέχρι πότε Superman ήσασταν στην ταβέρνα;
12:00; 1:00; Έχει πάει 7:00 το πρωί πια!!
-Μα είσαι σοβαρή; Ήρθανε οι άνθρωποι τόσο δρόμο από την
Ιαπωνία και δεv θα τους πηγαίναμε στα μπουζούκια να γλεντήσουν;
-Άντε ότι κάτσατε στα μπουζούκια μέχρι τις 3:00, άντε 4:00. Μέχρι τώρα πού ήσουν ρε Σούπερμαν;
-Ε ύστερα από τόσα ξίδια, καρδούλα μου, πήγαμε να φάμε ένα πατσά να στρώσει το στομαχάκι μας.
-Έστω ότι τρώγατε πατσά μέχρι τις 5:00-5:30 Superman μου, αλλά έχει πάει 7:00 το πρωί πλέον.
-Μα, ύστερα ,φως μου, πήγαμε για κουλούρι στην Ομόνοια και με την κίνηση μέχρι να φτάσω εδώ πήγε 7:00.
Αλλά γιατί αγαπουλινάκι μου, με λες συνέχεια Superman;
-Γιατί μόνο ο Superman και εσύ φοράτε το σώβρακο έξω από το παντελόνι, ρε κακομοίρη. Κατάλαβες, τώρα;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)